- ἄλοπος
- ἄλοπος, ον, ([etym.] λέπω)A not scutched,
ἀμοργίς Ar.Lys.736
: neut. pl., ἄλοπα, τά, PTeb.120.16 (i B.C).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀμοργίς Ar.Lys.736
: neut. pl., ἄλοπα, τά, PTeb.120.16 (i B.C).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
άλοπος — ἄλοπος, ον (Α) [λέπω] αλέπιστος, αλανάριστος, ακαθάριστος (κυρίως για το καλάμι τού λιναριού) … Dictionary of Greek
ἄλοπον — ἄλοπος not scutched masc/fem acc sg ἄλοπος not scutched neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμάλωψ — θυμάλωψ, άλοπος, ὁ (Α) κομμάτι ξύλου ή αναμμένου κάρβουνου, δαυλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμός «καπνός» + αλ ωψ κατά το νυκτ άλ ωψ. Το τελευταίο συνθετικό ωψ «πρόσωπο» απαντά σε αρκετά συνθετικά έχοντας χάσει τη λεξική του σημασία και λειτουργώντας ως… … Dictionary of Greek